-
1 ὑσαλιβάτης
ὑσαλιβάτης·Aὃ Σκύθαι ἀλίμματι χρῶνται στέατι μοσχείῳ καὶ αἰγείῳ Theognost.Can.24
: cf. ὗς· ἀλείφαβοῦς· οἱ γὰρ Σκύθαι ἀλείματι χρῶνται ὑείῳ καὶ μοσχίῳ στέατι, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑσαλιβάτης
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский